ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ

ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ
Η νέα παραμυθοχώρα

Εκεί που βρίσκεται η πραγματική ευτυχία

Μια φορά κι έναν καιρό έφτασε πάνω σε ένα μανιτάρι μια πολύ χαρούμενη είδηση. Ξέρετε... στα μανιτάρια κατοικούν πολλά πλάσματα, είναι όμως τόσο μικρά που δεν έχουν καμία επαφή με το δικό μας κόσμο. Βλέπετε ξεκίνησαν να κάνουν μία προσπάθεια να ρθουν σε επαφή με το δικό μας κόσμο όμως κατάλαβαν ότι γρήγορα θα τους πατούσαμε ή θα καθόμασταν πάνω τους ή θα ξεφυσούσαμε πάνω τους και θα τα αναγκάζαμε έτσι να ταξιδέψουν χιλιόμετρα αθελά τους. Περίμεναν λοιπόν τη στιγμή που θα μπορούσαν να μπουν στη ζωή αυτών των γιγάντων και να καταλάβουν πώς ζούνε. Αυτά τα μικρά πλασματάκια παρατηρούσαν την ύπαρξή μας όπως και εμείς παρατηρούμε τα άστρα, όμως σαν αυτά και εμείς δεν είμαστε αρκετά μεγάλοι για να συμμετέχουμε στον τρόπο ζωής των αστεριών. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να ακολουθήσουμε τον ήλιο στο βασίλειό του, παρά μόνο τον βλέπουμε να χάνεται στη δύση. Κάτι τα μικρά αυτά πλασματάκια δεν μπορούν να μας πιάσουν το χέρι και να χορέψουν μαζί μας σε ένα ξέφρενο χορό. Και αυτά και εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παρακολουθούμε, να παρακολουθούμε και να περιμένουμε.

Τα μαγικά φασόλια ( για μεγαλύτερους )

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα που κανείς δεν τη θυμάται πια ζούσε ένας έξυπνος άνθρωπος που του άρεσε να τρώει φασόλια. Το ότι ήταν έξυπνος δεν είχε βέβαια καμία σχέση με το ότι έτρωγε φασόλια, όμως το ότι έτρωγε φασόλια είχε σχέση με το ότι ήταν και έξυπνος. Στην πραγματικότητα τα φασόλια που έτρωγε δεν ήταν τυχαία φασόλια, αλλά φασόλια που όποιος τα έτρωγε γινόταν αμέσως πανέξυπνος. Ήταν επομένος όπως θα λέγαμε σήμερα μαγικά φασόλια.

Η όμορφη πριγκίπισσα

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα υπήρχε μία πριγκίπισσα η οποία ήθελε να είναι πάντα παρα πολύ όμορφη. Γι αυτό το λόγο κρατούσε πάντα μαζί της ένα μεταγιόν το οποίο είχε τη δυνατότητα να την κάνει πάντα πολύ όμορφη. Μια μέρα ενώ περπατούσε στον κήπο του παλατιού της κοίταξε μέσα στο συντριβάνι και άκουσε μία φωνή να την καλή να μπει μέσα: << Πέσε μέσα στο νερό και θα σε κάνω πιο όμορφη απ ότι είσαι >>.

Ο Γιάννης και η μοίρα του


Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα πολύ μακρινό μέρος ζούσε ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Γιάννη. Ο Γιάννης λοιπόν ήταν πολύ φτωχός αλλά και πολύ άτυχος. Μάλλον δεν ήταν και τόσο άτυχος, αφού ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στο βασίλειο, αλλά ο ίδιος υποστήριζε ότι ήταν ο πιο άτυχος μόνο και μόνο επειδή δεν είχε αρκετό χρυσάφι ώστε να γίνει πλούσιος. Κάθε μέρα λοιπόν μόλις ξυπνούσε άρχιζε να τραγουδά το εξής τραγούδι: << με λένε Γιάννη με λένε Γιάννη και είμαι τόσο άτυχος που και η μοίρα μου τα χάνει >>. Δεν περνούσε μέρα που να μη τραγουδήσει αυτό το τραγούδι και να μην θυμίσει στον εαυτό του ότι ήταν ο πιο άτυχος άνθρωπος στον κόσμο. Μια μέρα ο βασιλιάς βρέθηκε τυχαία έξω από το σπίτι του Γιάννη ενώ πήγαινε με την ακολουθία του για να κυνηγήσουν αλεπούδες. Κοντοστάθηκε και αφουγκράστηκε το τραγούδι του.

Ο εγωιστής αξιωματικός


Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μία χώρα στην οποία ζούσε ένας βασιλιάς που ήταν πάρα πολύ καλός. Αυτός ο βασιλιάς ήταν πολύ σοφός και είχε τη δύναμη να κάνει ότι ήθελε. Μερικοί λέγανε ότι αυτό που του έδινε τη δύναμη να κάνει πράγματα που κανείς άλλος δεν μπορούσε ήταν το γεγονός ότι ήταν άρχοντας. Άλλοι πάλι υποστήριζαν ότι η δυνατότητα που είχε να κάνει απίστευτα πράγματα και να έχει τεράστιες δυνάμεις ήταν αυτό που τον έκανε να είναι ο βασιλιάς. Ως βασιλιάς, λοιπόν ήταν υπεύθυνος για τη ζωή όλων των υπηκόων του. Όλοι ζούσαν ευτυχισμένοι κοντά στο ν υπέροχο βασιλιά τους. Κάποια μέρα όμως ο καυτερός αξιωματικός του άρχισε να κάνει περίεργες σκέψεις. Άρχισε να υποστηρίζει ότι αυτό που έκανε το βασιλιά να είναι βασιλιάς και να έχει όλες αυτές τις ιδιότητες ήταν απλά το γεγονός πως ήταν βασιλιάς.

Η γέφυρα που ένωνε τα δύο κάστρα




Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή περιοχή της Περσίας υπήρχαν δύο τεράστια βουνά, τα οποία ήταν πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Στην κορυφή των βουνών αυτών υπήρχαν δύο τεράστια κάστρα. Τα κάστρα αυτά συνδέονταν μεταξύ τους με μία γέφυρα που το μέγεθός της ξεπερνούσε όλες τις γέφυρες του κόσμου. Αυτά τα δύο κάστρα ήταν τόσο ψηλά που οι άνθρωποι που έμεναν σε αυτά δεν μπορούσαν να κατεβούν κάτω από αυτά. Είχαν συμφωνήσει λοιπόν το ένα κάστρο να φροντίζει να μαζεύει το νερό ενώ το άλλο να παράγει τροφή, για να μπορούν να επιβιώνουν οι κάτοικοι και των δύο κάστρων.

Η Ρόδω και η ανταμοιβή της

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια αλλιώτικη εποχή ζούσαν ένας πατέρας μαζί με την αγαπημένη του κόρη. Οι δυο τους ήταν πολύ ευτυχισμένοι και χαρούμενοι. Την κοπέλα την λέγανε Ρόδω και αγαπούσε παρά πολύ τον πατέρα της, ο οποίος ήταν ένας πολύ καλός ναυτικός. Κάποια μέρα ο πατέρας πλησίασε τη Ρόδω και της είπε. << Εγώ κόρη μου πρέπει να φύγω σύντομα με το καράβι μου για ένα πάρα πολύ μακρινό ταξίδι και δεν θα μπορώ πια να σε προσέχω. Γι αυτό το λόγο αποφάσισα να ξαναπαντρευτώ για να έχεις μία μητέρα να φροντίζει για σένα. >>.

Το διαμάντι της σοφίας

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα όμορφο χωριό ζούσε ένα ράφτης με τη γυναίκα του και τον τεμπέλη γιο του. Ο γιος του ράφτη ήταν ένα πολύ έξυπνο παιδί, αλλά δεν έθελε να πάει στο σχολείο και κάθε φορά που ο πατέρας του τον έστελνε για να πάει αυτός πάντα επέστρεφε έχοντας βρει μια καλή δικαιολογία. Έλεγε στον πατέρα του:

Αφρικάνικο παραμύθι Η μαιμού και ο Χασάν

Μια φορά κι έναν καιρό στην μακρινή Αφρική υπήρχε μια πονηρή μαϊμού που δε δίσταζε να φέρνει τους ανθρώπους που τη συναντούσαν στην πιο δύσκολη θέση της ζωής τους. Η μαϊμού αυτή ζούσε βαθιά μέσα στο δάσος και κοιμόταν πάνω στα δέντρα. Τα φρούτα των δέντρων ήταν πολύ νόστιμα και αποτελούσαν την τροφή που προτιμούσε η μαϊμού περισσότερο από κάθε τι άλλο. Δεν είχε και άδικο, τα φρούτα είναι πάρα πολύ νόστιμα και δυναμωτικά.

Το ιπτάμενο άλογο

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια πολύ μακρινή χώρα ζούσε ένα Σαχής μαζί με το γιο του και την αγαπημένη του κόρη. Εκείνο τον καιρό οι γιορτές ήταν πολύ σημαντικές για τους ανθρώπους και επιθυμούσαν πάντοτε να τις κάνουν με όση μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια μπορούσαν. Ο Σαχής ήταν πολύ σκεφτικός για το πως θα οργάνωνε και τη δική του γιορτή ώστε να είναι αντάξια του ονόματός του. Γι αυτό το λόγο κάλεσε το βασιλικό συμβούλιο για να παρθεί μία απόφαση. Στο συμβούλιο παραβρέθηκαν σοφοί από διάφορα μέρη του βασιλείου.

Ο σοφός και ο πλούσιος.

Σε μια μακρινή εποχή, όταν ακόμα υπήρχαν τεράστια παλάτια και ιππότες, μάγισσες και νεράιδες έγινε κάτι που αξίζει να το αναφέρουμε τώρα.
Εκείνη την εποχή, λοιπόν έτυχε να συναντηθούν κάτω από τη σκιά ενός τεράστιου φοίνικα ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος και ένα σοφός που φημιζόταν για την εξυπνάδα και τη μόρφωσή του. Δεν πέρασε πολύ ώρα από τη στιγμή που αντάλλαξαν τον πρώτο χαιρετισμό και άρχισαν να φιλονικούν για το αν είναι σημαντικότερο το χρυσάφι ή η γνώση. Ο σοφός επέμενε ότι αν κάποιος δεν είναι μορφωμένος τότε το χρυσάφι του είναι άχρηστο, καθώς δε θα μπορεί να το χρησιμοποιήσει. Ο πλούσιος τότε του απαντούσε με έντονο τρόπο ότι αυτά που έλεγε δεν ήταν καθόλου σωστά και ότι το χρυσάφι ανεξάρτητα από το αν είσαι μορφωμένος ή όχι και από το αν είσαι έξυπνος ή όχι μπορεί να σε βγάλει από οποιαδήποτε άσχημη κατάσταση.

Ο σοφός και ο νέος

Μια φορά κι έναν καιρό, όταν υπήρχαν ακόμα ιππότες και βασιλιάδες, υπήρχε ένας γέρο σοφός, ταπεινός και καλοσυνάτος, που έμενε στην κορυφή ενός πανύψηλου βουνού. Όσοι ήθελαν να τον επισκεφθούν έπρεπε να έχουν το δικό τους δράκο για να τους μεταφέρει ως την κορυφή του βουνού. Λέγανε πως εκεί που έμενε ο γέροντας δεν υπήρχε ούτε σπίτι ούτε κάποι ίδως καταφυγίου καθώς τα σύννεφα δε κατάφερνα ποτέ να φτάσουν τόσο ψηλά, πόσο μάλλον να προκαλέσουν κάποια βροχή. Κάθε μέρα ο γερο σοφός έβλεπε τον ήλιο να ξεπροβάλει από τα σύννεφα και στο τέλος της μέρας να ξαναβυθίζεται μέσα τους.