ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ

ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ
Η νέα παραμυθοχώρα

Εκεί που βρίσκεται η πραγματική ευτυχία

Μια φορά κι έναν καιρό έφτασε πάνω σε ένα μανιτάρι μια πολύ χαρούμενη είδηση. Ξέρετε... στα μανιτάρια κατοικούν πολλά πλάσματα, είναι όμως τόσο μικρά που δεν έχουν καμία επαφή με το δικό μας κόσμο. Βλέπετε ξεκίνησαν να κάνουν μία προσπάθεια να ρθουν σε επαφή με το δικό μας κόσμο όμως κατάλαβαν ότι γρήγορα θα τους πατούσαμε ή θα καθόμασταν πάνω τους ή θα ξεφυσούσαμε πάνω τους και θα τα αναγκάζαμε έτσι να ταξιδέψουν χιλιόμετρα αθελά τους. Περίμεναν λοιπόν τη στιγμή που θα μπορούσαν να μπουν στη ζωή αυτών των γιγάντων και να καταλάβουν πώς ζούνε. Αυτά τα μικρά πλασματάκια παρατηρούσαν την ύπαρξή μας όπως και εμείς παρατηρούμε τα άστρα, όμως σαν αυτά και εμείς δεν είμαστε αρκετά μεγάλοι για να συμμετέχουμε στον τρόπο ζωής των αστεριών. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να ακολουθήσουμε τον ήλιο στο βασίλειό του, παρά μόνο τον βλέπουμε να χάνεται στη δύση. Κάτι τα μικρά αυτά πλασματάκια δεν μπορούν να μας πιάσουν το χέρι και να χορέψουν μαζί μας σε ένα ξέφρενο χορό. Και αυτά και εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παρακολουθούμε, να παρακολουθούμε και να περιμένουμε.



Όπως ανέφερα και προηγουμένως λοιπόν ένα χαρμόσυνο μήνυμα έφτασε σε αυτά τα πλασματάκια εκείνη τη μέρα. Το μήνυμα το μετέφερε ένας καλός άνεμος. Το μήνυμα και ο άνεμος ταξίδεψαν μαζί για πάρα πολύ καιρό. Συνάντησαν την πόλη των μυρμηγκιών, το φαράγγι της τσατσάρας, το λαστιχένιο ποτάμι και φυσικά το Λάρι, ένα τρομερό τετράποδο γίγαντα απίστευτου μεγέθους, που του αρέσει να σκάβει το χώμα και να βρίσκει κόκαλα.

Η είδηση ήταν γραμμένη πάνω σε ένα μικρούλικο, μικρούλικο κομμάτι χαρτί. << Μικρά μου πλασματάκια, γεια σας, είμαι η καλή νεράιδα του δάσους, η Κατερίνα και σας δίνω αυτό το μήνυμα για να εκπληρώσω την επιθυμία σας και να γίνεται και εσείς αρκετά ώστε να μπορείτε να χορεύετε με τους γίγαντες. >> Όλα τα πλασματάκια κοιτούσαν με τα στοματάκια τους ορθάνοιχτα μη μπορώντας να πιστέψουν ότι το όνειρό τους θα γινόταν πραγματικότητα. << Στο τέλος αυτού του γράμματος σας έχω γράψει μία μικρή προσευχούλα. Μόλις τη διαβάσετε θα γίνεται τοοόσο ψηλά, μέχρι εκεί πάνω. Σας φιλώ με αγάπη η νεράιδα του δάσους, η Κατερίνα.>> Όλα τα μικρά πλασματάκια στάθηκαν πάνω από το χαρτί και άρχισαν να διαβάζουν τη μικρή προσευχούλα. Τα στοματάκια τους κινούνταν ρυθμικά και έλεγαν ένα, ένα δυο δυο τη μικρή προσευχούλα και όποιο την έλεγε άρχιζε να ψηλώνει, να ψηλώνει, να κατεβαίνει από το μανιτάρι, να στέκεται στο χώμα και να συνεχίζει να ψηλώνει μέχρι που καταλάβαινε ότι αν και βρισκόταν στον ίδιο χώρο, όλα ήταν τόσο διαφορετικά. Αν ήσουν εκεί θα έβλεπες μια μαγική εικόνα, σαν να γεννιούνταν εξωτικά μέσα από ένα μανιτάρι, αλλά στην πραγματικότητα το μανιτάρι αυτό ήταν το σπίτι τους για πάρα πολλά χρόνια. Σε λίγο όλα τα μικρά πλασματάκια είχαν μεταμορφωθεί σε μεγαλύτερα. Τώρα δεν ήταν πλασματάκια, αλλά πανέμορφα ξωτικά. Όλα τους ήταν κατενθουσιασμένα και κοιτούσαν γύρο, γύρο, προσπαθώντας να προσαρμοστούν στην αλλαγή. Άρχισαν να περπατούν μέσα στο δάσος και να ανακαλύπτουν νέα πράγματα. Ήταν τόσο ευτυχισμένα που μπορούσαν να κόψουν ένα λουλούδι και να το φέρουν στη μύτη τους για να το μυρίσουν. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι πατούσαν μέσα στο νερό του ποταμού χωρίς να φοβούνται μήπως τους πνίξει μία σταγόνα νερό. Αυτό που πραγματικά ήθελαν όμως ήταν να συναντήσουν ανθρώπους και να μάθουν να χορεύουν μαζί τους. Για πολύ καιρό περιπλανιόντουσαν στο δάσος ψάχνοντας για μία ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά τίποτα, ώσπου μια μέρα καθώς έπαιζαν με τα μούρα ενός θάμνου είδαν πέρα από τους λόφους ένα χωριό. Στην αρχή δεν κατάλαβαν τι θα μπορούσαν να είναι αυτά τα σπιτάκια, αλλά μετά συμφώνησαν ότι κάτι τέτοιο είναι σίγουρα δημιούργημα ανθρώπινων χεριών.

Μέχρι να φτάσουν στο χωριό είχε νυχτώσει και όλοι οι κάτοικοι του χωριού είχαν μαζευτεί στην πλατεία. Τα ξωτικά τους έβλεπαν και δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά τους, αλλά επίσης δεν μπορούσαν να κρύψουν και το φόβο τους. Έτσι κανένα τους δεν αποφάσιζε να πλησιάσει, απλά κάθονταν και παρακολουθούσαν. Τους έβλεπαν να είναι ευτυχισμένοι, να τρώνε μαζί, να πίνουν κρασί και να γελούν μέχρι που ένας από αυτούς πείρε μια φλογέρα, την έβαλε στο στόμα του και άρχισε να παίζει δημιουργώντας μια υπέροχη μελωδία. Τη μελωδία αυτή τη συνόδευσε ο ήχος μιας κιθάρας, ενός τυμπάνου, ενός βιολιού. Η ατμόσφαιρά είχε γίνει τόσο, μα τόσο μαγευτική. Οι άνθρωποι άρχισαν να χορεύουν και τα ξωτικά έβλεπαν μαγεμένα από την ομορφιά της μουσικής και του χωρού. Ήταν τόσο ενθουσιασμένα που χωρίς να το καταλάβουν άρχισαν και αυτά να χορεύουν με τους ανθρώπους. Άνθρωποι και ξωτικά χόρευαν όλοι μαζί χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς, ώσπου κάποια στιγμή η μουσική τελείωση και άνθρωποι και ξωτικά έμειναν να κοιτιούνται με απορία και με φόβο. Όλοι απορούσαν με το τι έπρεπε να κάνουν. Τα ξωτικά ήταν πολύ φοβισμένα και ντροπαλά και έτσι άρχισαν να τρέχουν. Οι άνθρωποι έτρεξαν από πίσω τους και κυνηγούσαν για πολύ ώρα. Φώναζαν << πιάστε τα ξωτικά, αξίζουν μια περιουσία >>. Τα ξωτικά κατάλαβαν ότι θέλαν να τους κάνουν κακό και δε σταματούσαν να τρέχουν, έτρεχαν ασταμάτητα μέχρι που παγιδεύτηκαν σε ένα αδιέξοδο. Οι άνθρωποι τα πλησίασαν και τα έδεσαν, τα έσυραν δεμένα μέχρι το χωριό τους και τα κλείδωσαν σε μία αποθήκη.

Τα καημένα τα ξωτικά στη μικροσκοπική ζωή τους δεν είχαν δει ποτέ τους να γίνεται μία κακή πράξη όπως αυτή, αλλά ούτε κάποια άλλη. Η αποθήκη που τα έκλεισαν ήταν κοντά στην αγορά και το παράθυρό της έβλεπε στο δρόμο της μεγάλης αγοράς. Μέσα απ το μικρό παράθυρο της φυλακής τα ξωτικά είδαν για πρώτη φορά κάποιον να κλέβει, κάποιον άλλο να λέει άσχημα λόγια, κάποιον άλλον να τον χτυπάνε αν και δεν έκανε τίποτα. Είδαν ανθρώπους να κάνουν κάθε είδους ζημιά χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος και μετά να γελάνε ασταμάτητα. Νοστάλγησαν την ζωή που ζούσαν όταν ήταν μικρότεροι. Μια ζωή, όπου τα μικρά πλασματάκια δεν μπορούσαν καν να φανταστούν ότι κάποιος θα μπορούσε να κλέψει και έτσι κανείς δεν έκλεβε.

Την επόμενη μέρα άκουσαν τους ανθρώπους να λένε ότι θα τους πουλούσαν σε ένα τσίρκο και ότι έτσι θα έπαιρναν πάρα πολλά λεφτά. Εκείνη τη νύχτα κανένα από τα ξωτικά δεν μπορούσε να κοιμηθεί και όλα απορούσαν τι άραγε να ήταν αυτό το τσίρκο που είχαν ακούσει. Πράγματι το επόμενο πρωί τα φόρτωσαν δε μία άμαξα. Το ταξίδι για το τσίρκο μόλις είχε αρχίσει.

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Το τσίρκο που τα αγόρασε έβγαλε πολλά λεφτά, αλλά σε αυτά δεν έδινε κάτι παραπάνω από ένα κομμάτι ψωμί. Τα ξωτικά ήταν πάρα πολύ δυστυχισμένα και δεν έπαψαν ποτέ να σκέπτονται την όμορφη ζωή που ζούσαν στο παρελθόν. Είχαν βαρεθεί να βλέπουν την κακία των ανθρώπων και ήθελαν να επιστρέψουν στον δικό τους κόσμου όπου δεν υπήρχε κανένα είδος κακίας. Η καλή νεράιδα του δάσους τα παρακολουθούσε όλο αυτό το διάστημα. Ήθελε να τους αποδείξει ότι για να ζουν ευτυχισμένα δε χρειάζεται να είναι ψηλά όπως τους ανθρώπους. Εκείνη τη μέρα, αφού τα ξωτικά γύρισαν στη φυλακή τους μέσα στο τσίρκο μετά από μία εξευτελιστική παράσταση, με τα μάτια δακρυσμένα από την κούραση και την αγανάκτηση, η καλή νεράιδα αποφάσισε ότι το μάθημα ήταν αρκετό. Η φυλακή τυλίχτηκε σε ένα όμορφο και ζεστό φως και μέσα από το φως ξεπρόβαλε η νεράιδα του δάσους. << Μικρά μου πλασματάκια >> είπε << καταλαβαίνω ότι όλη αυτή η ιστορία σας στοίχισε πολύ, αλλά τώρα πιστεύω ότι καταλάβατε που είναι η πραγματική σας ευτυχία. Η πραγματική σας ευτυχία βρίσκεται στο μικρό σας μανιτάρι, στη μικρή και όμορφη ζωή σας >>. Η νεράιδα λέγοντας τα λόγια αυτά εξαφανίστηκε και τα ξωτικά κοιτάζονταν απορημένα. Ξαφνικά τότε ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος, έσπασε η οροφή της φυλακής από ένα δυνατό άνεμο, που θα μπορούσε να σηκώσει ολόκληρο σπίτι και χωρίς να το καταλάβουν ο αέρας τα πείρε και τα ακούμπησε ομαλά πάνω στο μανιτάρι τους. Είχαν ξαναγίνει μικροσκοπικοί και είχαν ξαναγυρίσει στο όμορφο σπίτι τους. Όλα έδειχναν τόσο όμορφα όσο παλιά. Τα μικρά πλασματάκια ξεκουράστηκαν και το πρωί ξύπνησαν μέσα στην τρελή χαρά θέλοντας να μπουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στους παλιούς και όμορφους καθημερινούς τους ρυθμούς.

Γρήγορα όμως θα διαπίστωναν ότι η συμβίωση με τους ανθρώπους τους είχε επηρεάσει πολύ περισσότερο απ όσο νόμιζαν. Είναι πολύ πιο εύκολο να μην κλέβεις όταν δεν ξέρεις να κλέβεις. Είναι πού εύκολο να μη βρίζεις όταν ξέρεις να μη βρίζεις. Είναι πολύ πιο εύκολο να μη χτυπάς όταν δεν ξέρεις να χτυπάς. Τα μικρά πλασματάκια όμως είχαν μάθει όλες αυτές τις κακές πράξεις από τους ανθρώπους και έβλεπαν ότι ήταν πολύ δύσκολο να μη τις κάνουν και αυτά. Σύντομα η κοινωνία τους είχε γίνει πολύ επικίνδυνη και δε θύμιζε σε τίποτα το όμορφο παρελθόν τους. Γρήγορα κατάλαβαν ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Αν ήθελαν να ζουν με ηρεμία, ασφάλεια και χαρά όπως και παλιότερα θα έπρεπε να σταματήσουν να κάνουν αυτές τις πράξεις.

Τότε εμφανίστηκε το πιο σοφό από όλα τα πλασματάκια. Το έλεγαν klag. Η klag σκέφτηκε ότι ήταν αδύνατο να επιτρέψει να συνεχιστεί κάτι τέτοιο και άρχισε να καταστρώνει ένα σχέδιο για να ανατρέψει την κατάσταση. Την επόμενη μέρα λοιπόν κατέβηκε με πολύ δυσκολία από το μανιτάρι και άρχισε να αναζητεί ένα άλλο. Τελικά βρήκε ένα άλλο αρκετά μέτρα πιο μακριά και αφού το ανέβηκε πάλι με δυσκολία έχτισε εκεί το σπίτι της. Αφού πέρασαν μερικές μέρες έστειλε με μια φίλη της πεταλούδα ένα μήνυμα στα υπόλοιπα πλασματάκια στο οποίο έλεγε ότι θα δεχόταν στο μανιτάρι της με χαρά οποιονδήποτε ήθελε να έρθει με τη μόνη προϋπόθεση να έχει αποφασίσει ότι δεν θέλει να κάνει ποτέ του ξανά κάποια κακή πράξη, διαφορετικά θα επέστρεφε ξανά πίσω στο παλιό μανιτάρι όπου θα έκανε ότι ήθελε. Ήδη πολλά από τα πλασματάκια είχαν αποφασίσει με όλη τους την καρδιά ότι δεν θα επέτρεπαν ποτέ στον εαυτό τους να κάνει άσχημες πράξεις γιατί κατάλαβαν ότι έτσι δεν θα ήταν ποτέ χαρούμενα. Έτσι τα πλασματάκια αυτά έφτασαν πρώτα στο γειτονικό μανιτάρι της klag. Όσο περνούσε ο καιρός όλο και περισσότερα γινόταν τα πλασματάκια στο μανιτάρι της klag , ενώ παράλληλα όλο και λιγόστευαν στο άλλο μανιτάρι. Μετά από λίγα χρόνια όλα τα πλασματάκια είχαν πάει να ζήσουν στο μανιτάρι της klag. Όλα τους είχαν καταλάβει ότι η πραγματική ευτυχία βρίσκεται εκεί που κυβερνούν οι καλές πράξεις και ποτέ δε θέλησαν να κάνουν ξανά κάποια κακή πράξη. Η καλή νεράιδα του δάσους χαιρόταν που τα μικρά πλασματάκια ήταν απόλυτα ευτυχισμένα χάρη στο σχέδιό της. Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
0 Responses