ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ

ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ
Η νέα παραμυθοχώρα

Ο Γιάννης και η μοίρα του


Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα πολύ μακρινό μέρος ζούσε ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Γιάννη. Ο Γιάννης λοιπόν ήταν πολύ φτωχός αλλά και πολύ άτυχος. Μάλλον δεν ήταν και τόσο άτυχος, αφού ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στο βασίλειο, αλλά ο ίδιος υποστήριζε ότι ήταν ο πιο άτυχος μόνο και μόνο επειδή δεν είχε αρκετό χρυσάφι ώστε να γίνει πλούσιος. Κάθε μέρα λοιπόν μόλις ξυπνούσε άρχιζε να τραγουδά το εξής τραγούδι: << με λένε Γιάννη με λένε Γιάννη και είμαι τόσο άτυχος που και η μοίρα μου τα χάνει >>. Δεν περνούσε μέρα που να μη τραγουδήσει αυτό το τραγούδι και να μην θυμίσει στον εαυτό του ότι ήταν ο πιο άτυχος άνθρωπος στον κόσμο. Μια μέρα ο βασιλιάς βρέθηκε τυχαία έξω από το σπίτι του Γιάννη ενώ πήγαινε με την ακολουθία του για να κυνηγήσουν αλεπούδες. Κοντοστάθηκε και αφουγκράστηκε το τραγούδι του.
<< με λένε Γιάννη, με λένε Γιάννη και είμαι τόσο άτυχος που και η μοίρα μου τα χάνει.>>. Ο βασιλιάς ήταν ένας άνθρωπος που δεν πίστευε στην μοίρα και σε οτιδήποτε σχετιζόταν με αυτή. Έτσι στράφηκε προς την ακολουθία του και τους είπε. : << Αγαπητοί μου ακόλουθοι αυτός εδώ ο άνθρωπος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ανθρώπου που ρίχνει το φταίξιμο της δικής του αποτυχίας στη μοίρα. Κανονικά θα έπρεπε να τον καταδικάσω σε θάνατο, αλλά αντί γι αυτό θα σας αποδείξω ότι τίποτα δεν είναι γραπτό σε αντίθεση με ότι πιστεύει αυτός ο άνθρωπος. Θα φροντίσω εγώ λοιπόν να τον κάνω να λέει αντί για αυτό το τραγούδι ότι είναι ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου. Μάλιστα είμαι τόσο σίγουρος γι αυτό που σας λέω, ώστε αν μπορέσει και ξανατραγουδήσει ότι είναι άτυχος την πέμπτη μέρα από σήμερα τότε θα του χαρίσω το χέρι της κόρης μου και το μισό μου βασίλειο, πράγμα βέβαια που σας διαβεβαιώσω ότι δεν θα αφήσω να γίνει. Ας αλλάξουμε, λοιπόν τη μοίρα αυτού του ανθρώπου. >>. Όλοι εντυπωσιάστηκαν με τη δήλωση του βασιλιά και άρχισαν να τον συγχαίρουν για τις απόψεις του και την απόφασή του.


Ο βασιλιάς τότε αποφάσισε να αρχίσει αμέσως το σχέδιό του και πλησίασε το καλύβι του Γιάννη, κοντοστάθηκε και χτύπησε την πόρτα. Ο Γιάννης τότε άνοιξε την πόρτα και προς μεγάλη του έκπληξη αντίκρισε τον ανώτερο άνδρα της χώρας μπροστά του. << Μην γονατίζεις >> είπε ο βασιλιάς στο Γιάννη που ήδη είχε αρχίσει να φυλά τα πόδια του <<, άκουσα το τραγούδι σου και αποφάσισα να σε κάνω να μην το ξανατραγουδήσεις. Είσαι ίσως ο μόνος κάτοικος αυτού του χωριού που είδε μέσα στο σπίτι του το βασιλιά της χώρας και αυτό φυσικά σημαίνει ότι είσαι ο πιο τυχερός άνθρωπος σε αυτού του χωριού. >>. << Μπορεί ο βασιλιάς να επισκέφτηκε μόνο το δικό μου σπίτι απ όλο το χωριό, αλλά επίσης είμαι και ο μόνος απ το χωριό μου που δεν έχει ούτε μια λίρα στο σπίτι του, γι αυτό λοιπόν και εγώ, θα τραγουδήσω και αύριο ότι είμαι ο πιο άτυχος άνθρωπος. Ο βασιλιάς απομακρύνθηκε από το καλύβι του Γιάννη και άρχισε να καταστρώνει το νέο του σχέδιο. Σκέφτηκε, λοιπόν να αφήσει το βράδυ ένα πουγκί γεμάτο χρυσές λίρες στο γεφύρι που περνούσε ο Γιάννης κάθε πρωί για να πάει στο χωράφι του. Το πρωί θα περνούσε όπως και κάθε άλλο πρωί από εκεί θα έβρισκε το πουγκί και δε θα ξανατραγουδούσε ποτέ πια ότι ήταν δυστυχισμένος. Το πρωί εκείνο λοιπόν ο Γιάννης σηκώθηκε από το κρεβάτι του όπως κάθε πρωί, πλύθηκε όπως κάθε πρωί, έκανε την προσευχή του όπως κάθε πρωί, και ξεκίνησε να πάει στο χωράφι του όπως κάθε πρωί και ετοιμάστηκε να περάσει τη γέφυρα όπως κάθε πρωί. Όλα τη συνηθισμένη καθημερινή του πορεία μέχρι που ο Γιάννης έφτασε στο ποτάμι και τότε είπε από μέσα του: << κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια, είμαι τόσο άτυχος που τίποτα διαφορετικό δε συμβαίνει στη ζωή μου, έχω μάθει αυτό το δρόμο με κλειστά μάτια, να θα διασχίσω αυτό το ποτάμι χωρίς να βλέπω. >>. Έτσι ο Γιάννης διέσχισε το γεφύρι με τα μάτια κλειστά και δεν είδε το πουγκί με τις λύρες που του είχε αφήσει ο βασιλιάς. Ο βασιλιάς είχε στείλει δύο στρατιώτες του για να δουν και να του μεταφέρουν την αντίδραση του φτωχού γεωργού. Οι στρατιώτες πήραν το πουγκί, το πήγαν στο βασιλιά και του διηγήθηκαν όσα είχαν δει.

Ο βασιλιάς έβαλε τα γέλια με το πάθημα του Γιάννη και άρχισε να επεξεργάζεται το νέο του σχέδιο.

Ο βασιλιάς τότε αποφάσισε να κάνει κάτι που δεν θα υπήρχε περίπτωση να το αγνοήσει ο Γιάννης. Έτσι διέταξε να ψήσουν ένα όμορφο ψωμί και να του βάλουν μέσα μία πολύτιμη πέτρα με την οποία θα ζούσε ευτυχισμένος για το υπόλοιπο της ζωής του και δεν θα ξανατραγουδούσε ποτέ ότι ήταν άτυχος. Ο βασιλιάς έδωσε το ψωμί σε ένα στρατιώτη του και του είπε να το παραδώσει στο Γιάννη μαζί με αυτά τα λόγια: << Ο βασιλιάς σου, σου δίνει αυτό το όμορφο ψωμί και επιθυμεί όταν το φας να μην ξανατραγουδήσεις ποτέ ότι είσαι άτυχος >>. Ο Γιάννης όταν είδε το ψωμί είπε << με κάθε σεβασμό δεν μπορώ να δεχθώ αυτό το ψωμί γιατί και αύριο θα τραγουδήσω ότι είμαι άτυχος, το ότι θα φάω σήμερα δε θα με κάνει να μην πεινάω και αύριο. >>. Ο απεσταλμένος του βασιλιά του διηγήθηκε τη συνάντησή του τα διηγήθηκε όλα και ο βασιλιά βάλθηκε να γελά ακόμα μια φορά με το πάθημα του Γιάννη.

Στο επόμενο σχέδιό του ο βασιλιάς αποφάσισε να του χαρίσει ο ίδιος άμεσα τη μοναδική κότα του βασιλείου που έκανε χρυσά αυγά, χωρίς να του ζητήσει να πάψει να τραγουδά, μη τυχόν και δεν τη δεχτή πάλι. Την άλλη μέρα λοιπόν ο βασιλιάς μεταμφιέστηκε σε ζητιάνο για να μην τον αναγνωρίσουν οι χωριανοί και στάθηκε στην πόρτα του Γιάννη, τη χτύπησε δύο φορές και περίμενε. Ο Γιάννη μόλις τον είδε ετοιμάστηκε να κλείσει την πόρτα, αλλά ο βασιλιάς τον σταμάτησε. << Δεν είμαι ζητιάνος, είμαι ο βασιλιάς και θέλω να σου δώσω αυτή την κότα για να γίνεις ευτυχισμένος. >>. Ο Γιάννης ευχαρίστησε το βασιλιά και πείρε την κότα στο σπίτι του. << Μια κότα θα με κάνει ευτυχισμένο >>, είπε από μέσα του ο Γιάννης << ας γελάσω χαχα, εγώ δεν έχω να φάω ο ίδιος θα ταΐζω και την κότα τώρα; καλύτερα να τη δώσω στο γείτονα και να του ζητήσω να πιω λίγο γάλα.>>. Έτσι κι έκανε. Έδωσε την κότα που έκανε χρυσά αυγά, χωρίς βέβαια να το ξέρει αυτό και πείρε για αντάλλαγμα γάλα. Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς πέρασε δήθεν τυχαία με το άλογό του από το σπίτι του Γιάννη και προς μεγάλη του έκπληξη άκουσε πάλι το Γιάννη να τραγουδά << με λένε Γιάννη, με λένε Γιάννη και είμαι τόσο άτυχος που η μοίρα μου τα χάνει >>. Ο βασιλιάς οργίστηκε γιατί νόμισε ότι ο Γιάννης ήταν αχάριστος αλλά τότε άκουσε το γείτονα να τραγουδά: << το γάλα μου το έδωσα κι αγόρασα μια κότα κι κότα έκανε αυγό και πετώ τα καλαμπόκια.>>. Τότε ο βασιλιάς κατάλαβε το πάθημα του Γιάννη, αλλά αυτή τη φορά δεν έβαλε τα γέλια γιατί σε λίγο θα βασίλευε ο ήλιος. Η μέρα που θα ξημέρωνε θα ήταν η πέμπτη μέρα και αν τραγουδούσε για ακόμη μια φορά ο βασιλιάς σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δώσει ενώπιο των ακολούθων του θα έπρεπε να του δώσει το χέρι της κόρης του και το μισό βασίλειο. Ο βασιλιάς τρόμαξε και μόνο στη σκέψη ότι θα έπρεπε να δώσει σε ένα χωριάτη το μισό του βασίλειο και το χέρι της κόρης του. Έτσι όρμισε στο σπίτι του Γιάννη και με μια κλοτσιά άνοιξε την πόρτα του. << Άκου χωριάτη>> είπε ο βασιλιάς <<βαρέθηκα να σε ακούω να τραγουδάς για την ατυχία σου. Αύριο θα σταθούμε το πρωί μαζί με τους ακολούθους μου έξω από το σπίτι σου και αν σε ξανακούσω να τραγουδάς αυτό το τραγούδι σου θα σου πάρω το κεφάλι>>.

Την επόμενη μέρα όσοι είχαν ακούσει τη δέσμευση του βασιλιά είχαν ήδη πάει έξω από το σπίτι του Γιάννη για να δουν τι θα έκανε ο Γιάννης. Ήξεραν ότι αν τραγουδούσε για την ατυχία του ο βασιλιάς θα αναγκάζονταν να τον κάνει γαμπρό του και συμβασιλέα. Ακόμα και ο βασιλιάς ήξερε ότι παρά τις απειλές που έδωσε στο Γιάννη δεν θα μπορούσε να παραβεί την υπόσχεσή του σαν βασιλιάς που ήτανε. Ο Γιάννης δεν είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα, καθώς δεν μπορούσε να ξεχάσει τα λόγια του βασιλιά. Όλο το βράδυ σκεφτόταν και τελικά αποφάσισε ότι η ζωή του δεν του άρεσε καθόλου, γιατί ήταν μια ζωή γεμάτη ατυχία. Αποφάσισε ότι με τίποτα δεν θα ήθελε να συνεχίσει μια ζωή γεμάτη ατυχία και έπεισε τον εαυτό του ότι ήταν προτιμότερο να πεθάνει.

Άνοιξε την πόρτα και ενώπιο του βασιλιά και όλης του της ακολουθίας άρχισε για ακόμη μια φορά να τραγουδά << με λένε Γιάννη, με λένε Γιάννη και είμαι τόσο άτυχος που η μοίρα μου τα χάνει >> . Όλοι έζησαν τότε τη μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής τους και γονάτισαν μπροστά στο νέο τους βασιλιάς. Όταν ο Γιάννης ρώτησε το λόγο για τον οποίο γονάτισαν μπροστά του κατάλαβε ότι ήταν ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου. Κατάλαβε ότι ενώ νόμιζε ότι η ζωή του είχε φερθεί με το χειρότερο τρόπο στην πραγματικότητα όλα ήταν τέλεια προγραμματισμένα από τον καλό Θεό, ώστε να ζήσει τη μεγαλύτερη ευτυχία. Κατάλαβε ότι η ατυχία που νόμιζε ότι είχε στην πραγματικότητα ήταν ένα δώρο από το Θεό για να τον οδηγήσει στην τέλεια ευτυχία.




0 Responses