ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ

ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ
Η νέα παραμυθοχώρα

Το ιπτάμενο άλογο

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια πολύ μακρινή χώρα ζούσε ένα Σαχής μαζί με το γιο του και την αγαπημένη του κόρη. Εκείνο τον καιρό οι γιορτές ήταν πολύ σημαντικές για τους ανθρώπους και επιθυμούσαν πάντοτε να τις κάνουν με όση μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια μπορούσαν. Ο Σαχής ήταν πολύ σκεφτικός για το πως θα οργάνωνε και τη δική του γιορτή ώστε να είναι αντάξια του ονόματός του. Γι αυτό το λόγο κάλεσε το βασιλικό συμβούλιο για να παρθεί μία απόφαση. Στο συμβούλιο παραβρέθηκαν σοφοί από διάφορα μέρη του βασιλείου.
 Και μόνο το γεγονός ότι τόσοι πολλοί σοφοί είχαν συγκεντρωθεί για να οργανώσουν την γιορτή του βασιλιά έκανε όλο τον κόσμο, απ τη μια άκρη του βασιλείου ως την άλλη να μιλάνε για μια γιορτή που όμοιά της δεν είχε ξαναγίνει σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο βασιλιάς, αφού άκουσε τις διάφορες γνώμες τελικά αποφάσισε να καλέσει στη γιορτή του όλους του βασιλιάδες του κόσμου με την υπόσχεση να δώσει το χέρι της κόρης του σε όποιον κατάφερνε να τον εντυπωσιάσει με το δώρο του.




Έτσι κι έγινε την ημέρα της γιορτής του Σαχή μαζεύτηκαν στο Βασίλειό του απεσταλμένοι από όλα τα βασίλεια της γης οι οποίοι καβαλούσαν μαζί τους εντυπωσιακά δώρα, που όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί ανθρώπινο μάτι. Μια ομάδα γεροδεμένων ελεφάντων από την Ασία κουβαλούσε πάνω στην πλάτη τους τεράστιες ποσότητες από χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες. Νάνοι από τα δάση της Ευρώπης έσερναν πίσω τους μονόκαιρους. Απ τη Σαχάρα ήρθαν 100 ήμερα λιοντάρια που αποτελούσαν όμως ισχυρό όπλο κατά οποιουδήποτε εχθρού. Η βασίλισσα των θαλασσών έστειλε εκ μέρους του γιου της κάτι φύκια που βρίσκονται στο πιο βαθύ σημείο όλων των ωκεανών, τα οποία όποιος τα φάει θα μπορεί να ζει και μέσα στο νερό, αλλά και έξω στη στεριά. Απ το βασίλειο των γιγάντων ο Ακορ ο γίγαντας πρόσφερε ένα σπαθί που είχε ύψος 200 μέτρα, το οποίο το κάρφωσε με όλη του τη δύναμη στο κέντρο της κοιλάδας, ώστε να θυμίζει για πάντα έτσι τη δύναμη του Σαχή αλλά και των γιγάντων. Πολλά και παράξενα δώρα γέμισαν τον γύρω χώρο του παλατιού και ο Σαχής γεμάτος χαρά διέταξε να ξεκινήσει το γλέντι. Εκείνη την μέρα σερβιρίστηκε τόσο κρασί όσο θα μπορούσε να γεμίσει μια Λίμνη ολάκερη και το φαΐ ήταν τόσο πολύ, που τα τραπέζια είχαν φτάσει μέχρι τα σύνορα του γειτονικού βασιλείου.






Ενώ η γιορτή κυλούσε πολύ όμορφα και όλοι ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένοι ξαφνικά εμφανίστηκε στον ουρανό ένα ιπτάμενο άλογο και κάνοντας μερικούς πανέμορφους ελιγμούς προσγειώθηκε ομαλά μπροστά στον έκπληκτο Σαχή. Ο αναβάτης του αλόγου ήταν ένας πολύ γέρος άνθρωπος, ενώ στο πρόσωπό του καθρεφτίζονταν μοχθηρές σκέψεις.






- Αφέντη μου έρχομαι από τα βάθη της Ασίας. Είπε. Ξέρω πως έχετε δει πολύ εντυπωσιακά πράγματα που προκαλούν τον θαυμασμό και κόβουν την ανάσα, όμως επίσης ξέρω πως τα φτερά είναι το μεγαλύτερο όνειρο και η μεγαλύτερη επιθυμία του κάθε ανθρώπου. Αυτό το άλογο μπορεί να προσφέρει στο αφέντη του την ικανότητα να πετάει σαν αστραπή σε όποιο σημείο του κόσμου αυτός επιθυμεί.






- Ομολογώ ότι το δώρο σου είναι πολύ εντυπωσιακό, αλλά άφησέ με να κρίνω στο τέλος της γιορτής πιο είναι το καλύτερο δώρο, αντάξιο του χεριού της κόρης μου.






- Εντάξει αφέντη μου, αλλά πριν τοποθετήσω το άλογό μου μαζί με τα υπόλοιπα δώρα μήπως θα θέλατε να το δοκιμάσετε πρώτα.






Ο βασιλιάς έμεινε για λίγο σκεφτικό και μετά πρότεινε να το δοκιμάσει ο γιος του: <<Εγώ δεν μπορώ γιατί είμαι πολύ γέρος, αλλά πιστεύω ότι ο γιος μου θα ήθελε να το κάνει>>. Ο γιος του Σαχή, ο Μεχτσέτ ήταν ένα πολύ γενναίο παλικάρι. Μόλις άκουσε τα λόγια του πατέρα του αμέσως πήδηξε πάνω στο άλογο. <<Πώς ξεκινάει αυτό το πράγμα>> ρώτησε ο Μεχτσέτ τον ιδιοκτήτη του αλόγου <<Πάτησε το ελατήριο που βρήσκεται στη χέτι του>> απάντησε αυτός. Ο Μεχτσέτ πάτησε το ελατήριο και το άλογο άρχισε να ανεβαίνει, να ανεβαίνει, να ανεβαίνει, μέχρι που εξαφανίστηκε μέσα στα σύννεφα. Ο Μεχτσέτ δεν μπορούσε να καταλάβει πως θα μπορούσε να ελέγξει το άλογό του μέχρι που τελικά ανακάλυψε ένα μοχλό πάνω στη σέλα του, ο οποίος λειτουργούσε σαν πηδάλιο. Έτσι κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο του αλόγου και άρχισε σιγά σιγά να το φέρνει όλο και πιο κοντά στο έδαφος μέχρι που συνάντησε τους ψηλούς πύργους ενός παλατιού και αποφάσισε να το προσγειώσει σε έναν από αυτούς. Έψαξε για πολύ ώρα προσπαθώντας να ανακαλύψει μία είσοδο που να οδηγεί στο εσωτερικό του παλατιού ως που ανακάλυψε ένα ανοιχτό παράθυρο. Το πλησίασε και κοίταξε μέσα. Η έκπληξη του Μεχμέτ σε αυτό που συνάντησε ήταν τόσο μεγάλη που ασυναίσθητα βρέθηκε μέσα στο δωμάτιο κοιτάζοντας με θαυμασμό την ομορφότερη κοπέλα που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Η κοπέλα ταράχτηκε μέσα στον ύπνο της και ξύπνησε αντικρίζοντας μπροστά της τον Μεχτσέτ. Τρόμαξε και ετοιμάστηκε να βγάλει μια κραυγή, αλλά ο Μεχτσέτ πρόλαβε και είπε << Μη φοβάσαι, δε θέλω το κακό σου. Έρχομαι από ένα πολύ μακριά και δε ξέρω που βρήσκομαι. Είμαι ο διάδοχος του θρόνου της Περσίας και ζητώ τη φιλοξενία σας και θα σας εξηγήσω πια περειπέτεια με οδήγησε στον τόπο σας>>. Η όμορφη κοπέλα του απάντησε << Είμαι η πριγκίπισσα Σατισχά και είσαι ευσπρόσδεκτος να μείνεις στο παλάτι όσο καιρό θέλεις>>. Η Σατισχά οδήγησε το Μεχτσέτ σε ένα τεράστιο κήπο γεμάτο λουλούδια, κάθισαν στον κομμένο κορμό ενός δέντρου και άρχισαν να μιλάνε για διάφορα θέματα. Η συζήτησή του κράτησε ώρες και οι ώρες σύντομα έγιναν μέρες και κανείς τους δεν ήθελε να απομακρυνθεί ούτε στιγμή από τον άλλο φοβούμενος μήπως τον χάσει για πάντα. <<Πρέπει να φύγω>> είπε το πρικγιπόπουλο <<ο πατέρας μου θα ανισυχεί>>. <<Μη φέυγεις σε παρακαλώ>> απάντησε η όμορφη βασιλοπούλα <<θέλω να είμαστε μαζί για πάντα>>. <<Έλα μαζί μου, να γνωρίσεις το βασίλειό μου, τον πατέρα μου, την αδερφή μου και να γίνεις γυναίκα μου>> της είπε. Η βασιλοπούλα δάκρυσε από τη χαρά της, αγκαλιάστηκαν και φιληθήκαμε Ο Μεχτέτ βοήθησε τν Σατισχά να ανέβει πάνω στο άλογο και σε λίγο πετούσαν ψηλά στον ουρανό παίζοντας με τα σύννεφα και τον άνεμο.




Πίσω στο παλάτι όλοι είχαν τρελαθεί από την ανησυχία τους και κοιτούσαν συνέχεια τον ουρανό μήπως και δουν τον πρίγκιπα και το ιπτάμενο άλογο να επιστρέφουν. Η γιορτή στο παλάτι ήταν τόσο μεγάλη που δεν είχε τελειώσει ακόμα. Όταν έφτασαν ο Μεχτσέτ και η Σατισχά ήταν το βράδυ της τρίτης μέρας που κρατούσε η γιορτή και χιλιάδες πυροτεχνήματα στόλιζαν το νυχτερινό ουρανό. Ο Μεχτσέτ άφησε το άλογο και τη Σατισχά κάτω από την τεράστια είσοδο του παλατιού που είχε χτιστεί από πέτρες του ωκεανού. Ήθελε να πάει μόνος του στο παλάτι για να ετοιμάσει μία πομπή αντάξια της Σατισχά ώστε να την οδηγήσει με κάθε τιμή μπροστά στον πατέρα του και να του ανακοινώσει την απόφασή τους να παντρευτούν. Ο Μεχτσέτ έτρεξε με γρήγορο βήμα και στάθηκε μπροστά στον πατέρα του. <<Πατέρα με όλο μου το σεβασμό θέλω να σου πω ότι αυτό το άλογο του γέροντα αν και ήταν αφορμή της μεγαλύτερης ευτυχίας που γνώρισα ποτέ ωστόσο νομίζω ότι ο ιδιοκτήτης του δεν είναι άξιος να πάρει το χέρι της αδερφής μου. Πατέρα σου ζητώ να διάτάξεις να σχηματιστεί η μεγαλύτερη πομπή για να οδηγήσει μπροστά σου τη μέλουσα σύζηγό μου, η οποία περιμαίνει έξω από το παλάτι.>> Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο Σαχής, ο πατέας του Μεχτσέτ τον αγκάλιασε και διέταξε να γίνει ακριβώς ότι σύστησε ο γιος του. Εν το μεταξύ ο γερο παράξενος στον οποίο άνηκε το άλογο ακούγοντας τα λόγια αυτά έτρεξε αμέσως στο σημείο που βρησκόταν το άλογό του αλλά και η βασιλοπούλα. Μόλις την είδε θαμπωθηκε από την ομορφιά της και την πλησίασε. <<Σε χαρετώ ώ μεγάλη κυρία του βασιλείου μας>> της είπε <<ο μελλοντικός άντρας σου ο Μεχτσέτ δεν μπορεί να περιμένει και με έστειλε για σε οδηγήσω σε αυτόν. >>. Η Σατισχά ήταν τόσο χαρούμενη που δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι ο άσχημος γέρος που στέκονταν μποροστά της ήθελε να την εξαπατήσει και ανέβηκε στο άλογό του. Ο κακός άνθρωπος όμως πίεσε το ελατήριο και απομάκρυνε το άλογο και τη Σατισχά μακριά από το παλάτι του Μεχτσέτ και του πατέρα του.



Πετούσαν για πολύ ώρα με το άλογο και η Σατισχά παρακαλούσε ασταμάτητα τον απαγογέα της να την αφήσει, αλλά αυτός δεν έδειχνε καμιά πρόθεση να την ακούσει. Τελικά κατέβηκαν σε ένα παλάτι στο άλλο άκρο της γης. Ο κακός γέρος έδεσε την κοπέλα και την οδήγησε στο βασιλιά του παλατιού. Ο βασιλιάς του παλατιού εντυπωσιάστηκε με την ομορφιά της κοπέλας και θέλησε να την παντρευτεί νομίζοντας πως είναι η κόρη του γέρου. Η κοπέλα είχε ταραχτεί τόσο από το ταξίδι που είχε χάσει τη φωνή της και δε μπορούσε να εξηγήσει στο βασιλιά ότι ο γέρος δεν ήταν ο πατέρας της αλλά ο απαγωγέας που της είχε στερήσει τον αγαπημένο της Μεχτσετ και την ευτυχία της. Ο κακός γέρος εκμεταλεύτηκε την ευκαιρία και είπε στο βασιλιά <<Βασιλιά μου, μα ακριβώς γι αυτό το λόγο ήρθαμε στο βασίλειό σου με την όμορφη κόρη μου, για να σου δώσω το χέρι της. Πρώτα όμως για να δείξεις την αγάπη σου σε αυτή θα πρέπει να μου χαρίσεις το μισό σου βασίλειο>>. Ο βασιλιάς θαμπώθηκε τόσο με την ομορφιά της Σατισχά που δέχτηκε αμέσως.


Η Σατισχά είχε στεναχωρεθεί τόσο πολύ που αρρώστησε βαριά. Ο βασιλιάς την επισκέπτονταν κάθε μέρα στο δωμάτιό της και της έλεγε να μη στεναχωριέται γιατί μόλις γινόταν καλά θα την παντρευόταν. Αυτά τα λόγια όμως της έκαναν ακόμα πιο δυστυχισμένη καθώς δε μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της το Μεχτσέτ που τόσο πολύ αγαπόυσε. Ο βασιλιάς στεναχωριόταν πολύ να βλέπει την Σατισχά να υποφέρει, αλλά η ίδια δεν μπορούσε να μιλήσει για να καταλάβει τί είχε. Έτσι αποφάσισε να χαρίσει όλο το χρυσάφι του σε όποιον κατάφερνε να τη θεραπεύσει. Τα νέα ταξίδεψαν στα πέρατα της γης και φτάσαν ακόμα και στο παλάτι του Μεχτσέτ και του πατέρα του. <<Πατέρα μου>> είπε ο Μεχτσέτ <<Άκουσα ότι ο βασιλιάς ενός μακρινού βασιλείου ζητά να θεραπεύσει από τη στεναχώρια της την πιο όμορφη κοπέλα της γης, πρέπει να είναι η Σατισχά!>>. <<Γιε μου υπάρχουν πολλές όμορφες κοπέλες>> είπε ο βασιλιάς. <<Ναι πατέρα, αλλά η ομορφότερη του κόσμου είναι μόνο η Σατισχά>> απάντησε το βασιλόπουλο.


Έτσι το βασιλόπουλο ξεκίνησε να πάει για να συναντήσει την αγαπημένη του. Αγκάλιασε τον πατέρα του φίλισε την αδερφή του και ξεκίνησε. Μετά από μέρες ατελείωτες έφτασε στο παλάτι και παρουσιάστηκε στο βασιλιά ως γιατρός από την Περσία που θα θεράπευε την όμορφη κοπέλα. Ο βασιλιάς τον ευχαρίστησε και του υποσχέθηκε να του εκπληρώσει κάθε του επιθυμία αν κατάφερνε να την κάνει καλά. Ο Μεχτσετ μπήκε μέσα στο δωμάτιο της Σατισχά και περίμενε να ξυπνήσει Όταν ξύπνησε η Σατισχά δεν πίστευε στα μάτια της που έβλεπε μπροστά της τον αγαπημένο της. Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά της που θεραπεύτηκε αμέσως και απόκτησε πάλι τη φωνή της. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο και ο βασιλιάς και χάρηκε απίστευτα όταν είδε ότι η Σατισχά μπορούσε και μιλούσε. Ο βασιλιάς τότε τηρώντας την υπόσχεσή του ρώτησε το Μεχτσέτ τί ήθελε να του δώσει τώρα που κατάφερε να τη θεραπεύσει Ο Μεχτσέτ ξέροντας πόσο ισχυρός είναι ο όρκος ενός βασιλιά ζήτησε να πάρει τη Σατισχά για να την κάνει γυναίκα του. <<Μα σοφέ μου άντρα>> είπε ο βασιλιάς <<έδωσα ήδη το μισό μου βασίλειο στον πατέρα της για την παντρευτώ>>. Τότε η Σατισχά εξήγησε στο βασιλιά ότι ο κακός γέρος δεν ήταν πατέρας της και πως την είχε φέρει με το ζόρι ως εδώ ενώ η ίδια ετοιμάζονταν να παντρευτεί το Μεχτσέτ. << Αν είναι έτσι είπε ο βασιλιάς τότε θα σας οδηγήσω εγώ μέχρι το βασίλειό σας και θα παρεβρεθώ στο γάμο σας. Όσο για το πονηρό γέρο του αξίζει μια καλή τιμωρία.



Έτσι κι έγινε. Επέστρεψαν όλοι μαζί στο παλάτι και τέλεσαν το γάμο του Μεχτσέτ και της Σατισχά. Ο γάμος αυτός λέγεται ότι ήταν ο μεγαλύτερος και ο πιο όμορφος γάμος που έγινε ποτέ. Ο καλός βασιλιάς ερωτεύτηκε και παντεύτηκε την αδερφή του Μεχτσέτ. Αφού τελέστηκε και ο γάμος του βασιλιά με την αδερφή του Μεχτσετ τότε ο Σαχής καλεσε πάλι το συμβούλιο, αλλά αυτήτη φορά για να αποφασίσουν την τιμωρία του γέρου κακού. Το συμβούλιο μετά από πολύ σκέψη αποφάσισε να τον αφήσουν να φύγει με το άλογό του αφού πρώτα χαλάσουν το μοχλό, χωρίς να το ξέρει ο ίδιος. Ο γέρος ανέβηκε στο άλογο πέταξε ψηλά και όταν κατάλαβε ότι ποτέ δε θα μπορούσε να ξανακατέβει κάτω αποφάσισε να εξερευνήσει τα αστέρια του ουρανού μέχρι να κάνει κάποιο κατοικία του. Κανείς δεν είδε ξανά ούτε αυτόν αλλά ούτε και το άλογό του και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
0 Responses