ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ

ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ
Η νέα παραμυθοχώρα

Ο σοφός και ο νέος

Μια φορά κι έναν καιρό, όταν υπήρχαν ακόμα ιππότες και βασιλιάδες, υπήρχε ένας γέρο σοφός, ταπεινός και καλοσυνάτος, που έμενε στην κορυφή ενός πανύψηλου βουνού. Όσοι ήθελαν να τον επισκεφθούν έπρεπε να έχουν το δικό τους δράκο για να τους μεταφέρει ως την κορυφή του βουνού. Λέγανε πως εκεί που έμενε ο γέροντας δεν υπήρχε ούτε σπίτι ούτε κάποι ίδως καταφυγίου καθώς τα σύννεφα δε κατάφερνα ποτέ να φτάσουν τόσο ψηλά, πόσο μάλλον να προκαλέσουν κάποια βροχή. Κάθε μέρα ο γερο σοφός έβλεπε τον ήλιο να ξεπροβάλει από τα σύννεφα και στο τέλος της μέρας να ξαναβυθίζεται μέσα τους.
Οι δράκοι ήταν κτήμα των πλούσιων, οι οποίοι κατάφερναν να συντηρούν ένα τέτοιο μεταφορικό μέσο, που χρειαζόταν τόνους τροφής κάθε μέρα. Ήταν αμέτρητες οι συμβουλές που είχε δώσει ο σοφός γέροντας σε αυτούς τους ανθρώπους. Η άποψή του είχε ιδιαίτερη βαρύτητα και κανένας δεν έφευγε χωρίς να νιώθει ότι τα λόγια του γέροντα άξιζαν όχι μόνο τόσο κόπο αλλά και ακόμα περισσότερο, άξιζαν τα πάντα.
Μόνο μια φορά έφυγε κάποιος χωρίς να νιώσει ευχαριστημένος με την απάντηση του γέρου σοφού. Ο ήλιος είχε χαθεί εδώ και πολύ ώρα, ενώ τι φεγγάρι προσπαθούσε απεγνωσμένα να σκαρφαλώσει πάνω από τα σύννεφα για να χαιρετήσει τη σοφία του σεβάσμιου άνδρα. Τότε ένα μεγαλειώδες φτερούγισμα από δρακίσια φτερά τάραξαν την ηρεμία της νύχτας και ανάγκασαν το δράκο του γέροντα να λυγίσει το λαιμό του με καχυποψία και να τινάξει φωτιά από το στόμα του φωτίζοντας το σκοτεινό ουρανό. Το παλικάρι που κάθονταν στον άλλο δράκο ζητούσε κατατρομαγμένος σωτηρία. Ο γέροντας σηκώθηκε και χάιδεψε απαλά τη μουσούδα του δράκου του- ήταν τόσο ζεστή που θα μπορούσες να λιώσεις σίδερο πάνω της-.
- Τί ζητάς τέτοια ώρα σε αυτό το μέρος;
- Γέροντά μου ήθελα να ρωτήσω, να ρωτήσω που βρίσκεται η σοφία του Θεού.
Ο γέρο σοφός τον κοίταξε, ενώ μέσα στα μάτια του σαν καθρέφτης έδειχναν ένα νεαρό κακομαθημένο που δε ζητούσε τίποτα άλλο από το να κοροϊδέψει τη σοφία, τη θρησκεία, οτιδήποτε δε καταλάβαινε. <<Λοιπόν νεαρέ μου η σοφία του Θεού βρίσκεται ακόμα και μέσα σε αυτό το μήλο που έχεις μέσα στο σάκο σου>>. Ο νεαρός ξεκρεμά το μεταξωτό σάκο του από την ολόχρυση σέλα του δράκου του, βγάζει το μήλο και λέει με θρασύτητα:<< Να, λοιπόν, που εγώ ένας μικρός άνθρωπος τρώω τη σοφία του Θεού. Τι έμεινε λοιπόν;>> Ο γέροντας πριν απαντήσει έσκυψε και μάζεψε τους σπόρους του μήλου που είχαν πέσει κάτω. << Η ερώτησή σου αυτή δε μπορεί να απαντηθεί τώρα, αλλά όταν μας καλλινυχτίσει και το 745ο φεγγάρι.>>.
Ο νεαρός ανέβηκε πάνω στο κατακόκκινο δράκο του και πέταξε μακρυά έχοντας καταλάβει αυτό που ήθελε να καταλάβει. Σε όποιο χωριό περνούσε καυχιόνταν ότι έφερε το γέροντα σε δύσκολη θέση μη έχοντας τι να του απαντήσει.
Τα χρόνια πέρασαν και ο νεαρός σκέφτονταν όλο και περισσότερο τα τελευταία λόγια του γέροντα σοφού. Ωστόσο δεν αποφάσιζε να τον ξαναεπισκευθεί διότι αυτός είχε πάρει αυτό που ήθελε από την πρώτη κιόλας συνάντησή τους. Δεν άντεξε όμως άλλο και αποφάσισε να επισκεφθεί το σεβάσμιο γέροντα για να σβήσει την περιέργειά του.
Ο γέρικος πια δράκος του δυσκολεύτηκε περισσότερο να διασχίσει το μυστηριώδες βουνό με τις ατελείωτες χαράδρες και τα πανύψηλα δέντρα. Όταν έφτασε στην κορυφή του βουνού είδε το γέροντα να κάθεται κάτω από ένα τεράστιο δέντρο. Το φύλλωμά του απλωνόταν στον κάταστρο ουρανό και σου έδινε την εντύπωση ότι ολόκληρος ο ουρανός είχε για σκέπασμά του αυτό το δέντρο. Ο σοφός του έγνεψε με το γέρικο χέρι του να πλησιάσει. <<Παιδί μου να τι απέμεινε από τη σοφία του Θεού που βρίσκονταν στο μήλο που έφαγες. Όπως βλέπεις έφαγες το μήλο, αλλά όχι και τη σοφία του Θεού>>.
Βάλθηκαν και οι δύο να γελάνε. Κάθισαν κάτω από τη μηλιά και το βλέμμα τους απλώθηκε στον απέραντο ουρανό ενώ οι δράκοι τους έκαναν το κρύο της νύχτας να φύγει μακρυά με τις αλλεπάλληλες φωτιές που έβγαιναν από το στόμα τους.
1 Response
  1. ΠΟΣΟ ΗΡΕΜΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΣΟΥ!!!