ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ

ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ
Η νέα παραμυθοχώρα

Η Ρόδω και η ανταμοιβή της

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια αλλιώτικη εποχή ζούσαν ένας πατέρας μαζί με την αγαπημένη του κόρη. Οι δυο τους ήταν πολύ ευτυχισμένοι και χαρούμενοι. Την κοπέλα την λέγανε Ρόδω και αγαπούσε παρά πολύ τον πατέρα της, ο οποίος ήταν ένας πολύ καλός ναυτικός. Κάποια μέρα ο πατέρας πλησίασε τη Ρόδω και της είπε. << Εγώ κόρη μου πρέπει να φύγω σύντομα με το καράβι μου για ένα πάρα πολύ μακρινό ταξίδι και δεν θα μπορώ πια να σε προσέχω. Γι αυτό το λόγο αποφάσισα να ξαναπαντρευτώ για να έχεις μία μητέρα να φροντίζει για σένα. >>.
Η Ρόδω ήταν επιφυλακτική με την ιδέα του πατέρα της αλλά δεν μπορούσε να τον κάνει να αλλάξει γνώμη.Ο πατέρας της έφυγε μετά από λίγες μέρες και η Ρόδω συγκατοικούσε τώρα με την καινούργια της οικογένεια. Τη μητριά της και την νέα της αδερφή. Τόσο η μητριά της όσο και η νέα αδερφή της Ρόδω ήταν πάρα πολύ ψηλομύτες και δεν την χώνευαν καθόλου. Μάλιστα η μητριά της Ρόδως την έβαζε να κάνει εκείνη όλες τις δουλειές και της απαγόρευε να βγαίνει έξω. Αντίθετα στην κόρη της, που ξέχασα να σας πω ότι τη λέγαν Ήρα, της επέτρεπε να κάνει ότι ήθελε. Η Ρόδω είχε αναγκαστεί να περνάει όλη την μέρα μέσα στο σπίτι κάνοντας τις δουλιές του σπιτιού, όμως ποτέ δεν δυσανασχετούσε. Η Ήρα από την άλλη, έχοντας τη συγκατάθεση της μητέρας της σε οτιδήποτε έκανε δεν φοβόταν ποτέ την τιμωρίας γιατί απλά ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τιμωρηθεί με τίποτα.Οι μέρες συνέχιζαν να κυλούν έτσι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι αλήθεια βέβαια ότι έπαψε να υπάρχει διχόνοια ανάμεσά τους. Η μητριά ένιωθε πλέον τη Ρόδω σαν δικό της παιδί, αλλά δε σταμάτησε να της αναθέτει όλες τις εργασίες, γιατί απλά πλέον η Ήρα είχε γίνει τόσο ξιπασμένη που δεν δέχονταν ούτε καν να ακουμπήσει την σκούπα. Θα μου πείτε, γιατί δεν βοηθούσε η ίδια η μητριά. Ε αυτή δεν είχε χρόνο, καθώς τον ξόδευε σε ανούσιους περιπάτους και συζητήσεις με τις αξιότιμες κυρίες της περιοχής.Η Ρόδω ήταν το μόνο άτομο στην οικογένεια που δούλευε και το έκανε με ευχαρίστηση γιατί κάνοντας αυτές τις δουλειές από μικρό παιδί είχε πείσει τον εαυτό της ότι αυτό είναι το φυσιολογικό καθώς κανείς άλλος δεν μπορεί να τις κάνει. Ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της στη θέση της Ήρας ή της Μητριάς της. Έτσι η Ρόδω έγινε εργατική, συνεσταλμένη, φοβόταν μήπως τιμωρηθεί όταν έκανε κάτι κακό και έμαθε να είναι υπεύθυνη και να σκέπτεται πριν κάνει κάτι.Κάποια μέρα εκεί που καθάριζε το παλιό τζάκι η Ρόδω έσπρωξε κατά λάθος μια πέτρα και τότε αμέσως ακούστηκε ένα δυνατός θόρυβος μέσα από αυτό . Κοίταξε και τί να δει; Το τζάκι είχε μετατραπεί σε μία είσοδο, που οδηγούσε σε μία περιοχή γεμάτη φως. Η Ρόδω έτρεξε και φώναξε τη Μητριά της και την αδερφή της για να δουν την ανακάλυψή της. Σε λίγο μαζεύτηκαν και οι τρεις τους γύρω από το τζάκι και παρακολουθούσαν με ανοιχτό το στόμα. <<Εγώ θα μπω μέσα >> είπε η Ήρα. <<Ε αφού θες να μπεις κόρη μου τότε ας μπούμε όλες μας.>>. <<Θα ήταν καλύτερο να μέναμε εδώ που είμαστε γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συναντήσεις>> πρότεινε η Ρόδω. <<Μην είσαι δειλή Ρόδω, εμείς μπαίνουμε, αν θες έλα >>. Η Ρόδω δεν ήθελε να τις αφήσει να μπουν μέσα μόνες τους γιατί θα μπορούσαν να πάθουν κάτι κακό και έτσι αποφάσισαν να μπούνε μέσα όλες μαζί.Αυτό που αντίκρισαν δεν περιγράφεται, αμέτρητα λουλούδια, καταρράκτες, ουράνια τόξα, δέντρα, πολύχρωμα σύννεφα. Ήταν όλα τόσο όμορφα! Δεν πέρασαν δυο λεπτά και είδαν να έρχονται κατά πάνω τους δυο κατάμαυρα άλογα. Τις πλησίασαν και είπαν: <<Πώς τολμάτε να μπαίνετε κάπου που δεν ξέρετε αν θα βγείτε ζωντανές; Ξέρατε πως εδώ είναι φιλικό μέρος και μπήκατε ή το μαντέψατε;>>. Η μητριά κράτησε σφιχτά τις κόρες της και είπε. << Δεν ξέραμε καλά μου άλογο αν αυτό το μέρος είναι φιλικό όχι, αλλά η κόρη μου η Ήρα ήθελε να μπούμε και έτσι μπήκαμε. << Και δε μου λες κυρά μου >> απάντησαν τα άλογα << τί είναι η κόρη σου και κάνεις ότι σου λέει, καμιά βασίλισσα; >>. Η Ρόδω κατάλαβε ότι τα άλογα είχαν ταραχτεί που δεν ζητήσανε άδεια για να μπουν μέσα στη χώρα τους και τους ζήτησε συγγνώμη. Τα άλογα δέχτηκαν τη συγγνώμη και τις ζήτησαν να συναντήσουν τη βασίλισσά τους. Η μητριά εντυπωσιάστηκε με την πρόταση που της κάναν και άρχισε να παρακαλάει να επισκεφτεί την βασίλισσα και να μιλήσει μαζί της. Τότε τα άλογα συμπλήρωσαν ότι η βασίλισσα δέχεται να δει μόνο αυτούς οι οποίοι δεν κάνουν σαν τρελοί για να τη δουν. << Μα καλά τί πράγματα είναι αυτά τόνισε η μητριά, δεν μπορούσατε τουλάχιστον να μου το πείτε νωρίτερα. >>. << Λυπόμαστε κυρία μου, αλλά άτομα παθιασμένα με τη διασημότητα δεν μπορούν να παραμείνουν στη χώρα μας, πρέπει να επιστρέψετε πίσω στο σπίτι σας πριν σας βρει καμιά συμφορά.Έτσι η μητριά επέστρεψε στο σπίτι της και έμειναν μέσα στην παράξενη χώρα μόνο η Ρόδω και η Ήρα. Τα δύο κατάμαυρα άλογα τις πρόσταξαν να ανέβουν πάνω στη χαίτη σους και τις οδήγησαν μπροστά στη βασίλισσα. Η βασίλισσα τις υποδέχτηκε με χαρά και ζήτησε να τις φέρουν ένα φλιτζάνι τσάι. Η Ρόδω μην έχοντας ποτέ στη ζωή της δικιά της υπηρέτρια πίστεψε ότι η προσταγή απευθύνονταν σε εκείνη και ρώτησε που είναι η κουζίνα. Η βασίλισσα χαμογέλασε και της έδειξε την πόρτα της κουζίνας. << Το δικό μου το τσάι το θέλω με λίγη ζάχαρη >> είπε η βασίλισσα. << και εγώ με λίγη ζάχαρη πρόσθεσε η Ήρα >>. Η Ρόδω απομακρύνθηκε προς την κουζίνα και στο δωμάτιο έμεινε μόνο η Ήρα και η βασίλισσα.- Εσένα κοπέλα μου πώς σε λένε;- Με λένε Ήρα.- Είδες η αδερφή σου τι εργατική που είναι;- Ναι πράγματι, μας κάνει όλες τις δουλειές.- Α ναι, και εσύ και η μητέρα σου τί κάνετε παρακαλώ;- Τίποτα, να ναι καλά η Ρόδω τα κάνει όλα. Εγώ θα ήθελα να τη βοηθήσω, αλλά δεν μπορώ γιατί από μικρή έμαθα να τα παίρνω όλα στο χέρι.- Ξέρεις παιδί μου σε αυτή τη χώρα δε δεχόμαστε τεμπέληδες. Γι αυτό το λόγο θα σε διώξουμε και θα επιστρέψεις στο σπίτι σου μαζί με τη μητέρα σου και η Ρόδω θα μείνει εδώ γιατί ούτε η διασημότητα της αρέσει όπως της μητέρας σου, ούτε τεμπέλα είναι όπως εσύ. Μέσα σε μια στιγμή η Ήρα βρισκόταν πάνω στην καρέκλα του σπιτιού της και απορούσε αν όλα όσα είχε ζήσει ήταν αλήθεια ή ψέματα.Όταν γύρισε η Ρόδω στο δωμάτιο ήταν μέσα μόνο η βασίλισσα. Μόλις έμαθε ότι έφυγε και η αδερφή της θέλησε να φύγει και αυτή. << Τώρα δεν μπορείς να φύγεις >> είπε η βασίλισσα << θα μείνεις εδώ και θα κάνεις ότι σου λέω. >>.Η βασίλισσα είχε διώξει τη μητριά και την Ήρα, όχι γιατί ήταν κακοί άνθρωποι, αλλά γιατί δεν θα μπορούσαν να αντέξουν όλα όσα θα έβαζε να κάνει η Ρόδω. Δεν πέρασαν λίγες μέρες και η Ρόδω είχε αναλάβει τα νέα της καθήκοντα. Δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Συχνά τα χέρια της μάτωναν από την πολύ δουλειά, ενώ τις περισσότερες φορές δεν μπορούσε να κοιμηθεί από την κούραση. Σίγουρα η αδερφή της και η μητριά της θα είχαν τρελαθεί από την τόση δουλειά. Όσο περνούσε ο καιρό τόσο πιο βαριές δουλειές την έβαζαν να κάνει και ο μόνος λόγος που δεν της τις έβαζαν νωρίτερα ήταν απλώς γιατί δεν είχε μάθει ακόμα να ζορίζεται τόσο πολύ. Η ίδια έλεγε ότι θα πέθαινε από την κούραση. Το μόνο πράγμα που την παρηγορούσε ήταν ο μισθός που έπαιρνε. Κάθε δάκρυ της γινόταν ρουμπίνι 7πλάσιο σε μέγεθος, κάθε σταγόνα αίματος που έτρεχε γινόταν μονομιάς ένα σακί με χρυσές λύρες, σε κάθε βογκητό της την αντάμειβαν με ρουμπίνια και διαμάντια. Μάζευε και μάζευε, αλλά στη χώρα που ζούσε δεν μπορούσε να τα αξιοποιήσει σε τίποτα, γιατί απλά εκεί δεν υπήρχαν μαγαζιά, όμως η βασίλισσα της έλεγε. << Αχ δυστυχισμένη μου κοπέλα, ξέχασες από που έρχεσαι και που είναι το σπίτι σου έ. Ένα μόνο πράγμα θα σου πω, έχουν περάσει 2000 χρόνια από τότε που η καταραμένη περιέργεια της μητριάς και της αδερφής σου σε έριξαν εδώ, αλλά κάποια μέρα θα πεθάνεις στον κόσμο αυτό και θα πας στο δικό σου και όλα αυτά τα πολύτιμα πράγματα που εδώ δεν μπορείς να τα κάνεις τίποτα εκεί θα αποκτήσουν τεράστια αξία και εσύ από φτωχή και δούλη που είσαι σήμερα θα γίνεις πλούσια και κυρά. >>. Η Ρόδω πράγματι είχε ξεχάσει τα πάντα και συχνά σκεπτόταν να σταματήσει να δουλεύει γιατί έβλεπε ότι όλα αυτά τα πολύτιμα πράγματα δεν άξιζαν τίποτα, αλλά δεν το έκανε απλά γιατί ένιωθε μέσα της ότι αυτό ήταν το σωστό.Πέρασαν και έλλα πολλά χρόνια και η Ρόδω είχε γεράσει και κουραστεί τόσο που μια μέρα έπεσε κατω και δεν ξανασηκώθηκε. Τότε όμως έγινε κάτι απίστευτο. Η Ρόδω άρχισε να ξυπνά, να ξυπνά και ξαφνικά βρέθηκε πάλι στο δωμάτιο όπου ήταν το τζάκι, απ όπου είχαν ξεκινήσει όλα και ένιωθε και πάλι νέα και δυνατή. Βγήκε από το δωμάτιο, βγήκε από το σπίτι και τί να δει, το ποιο ψηλό βουνό του κόσμου, όχι από πέτρα, αλλά από πολύτιμους λίθους να στέκεται μπροστά της. << Αυτό το βουνό σου ανήκει Ρόδω >> της είπε ένα ιπτάμενο άλογο << σαν εμένα υπάρχουν αμέτρητα άλογα εκτός από μένα σε αυτό το βουνό και με διαταγή της βασίλισσάς μας θα το φιλάμε για πάντα για σένα και κανένα δεν θα μπορεί να δώσει στην αγορά ούτε ένα κόκκο χρυσαφιού αν εσύ δεν το επιτρέψεις. >>.Η Ρόδω ήταν πάρα πολύ χαρούμενη, μάλιστα πείρε μερικές χούφτες διαμάντια τις έδωσε σε ένα πολύ καλό αρχιτέκτονα και αυτός της έφτιαξε το πιο όμορφο παλάτι του κόσμου, γεμάτο σιντριβάνια και πανέμορφους κήπους, είχε ακόμα και εξωτικά ζώα μέσα και πολλούς μουσικούς και ζωγράφους. Το παλάτι αυτό σύντομα γέμισε με κόσμο που ήταν φίλοι με τη Ρόδω. Η Ρόδω ζήτησε και από τη Μητριά της και από την αδερφή της να μείνουν στο παλάτι, αλλά αυτές εξαιτίας του εγωισμού τους αρνήθηκαν όχι γιατί ζήλευαν τη Ρόδω (όχι πως δε τη ζήλευαν ) αλλά κυρίως γιατί δεν άντεχαν να μένουν στο παλάτι κάποιου που τόσα χρόνια τον μεταχειρίζονταν ως δούλο.Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
0 Responses