ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ

ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ
Η νέα παραμυθοχώρα

Ο σοφός και ο πλούσιος.

Σε μια μακρινή εποχή, όταν ακόμα υπήρχαν τεράστια παλάτια και ιππότες, μάγισσες και νεράιδες έγινε κάτι που αξίζει να το αναφέρουμε τώρα.
Εκείνη την εποχή, λοιπόν έτυχε να συναντηθούν κάτω από τη σκιά ενός τεράστιου φοίνικα ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος και ένα σοφός που φημιζόταν για την εξυπνάδα και τη μόρφωσή του. Δεν πέρασε πολύ ώρα από τη στιγμή που αντάλλαξαν τον πρώτο χαιρετισμό και άρχισαν να φιλονικούν για το αν είναι σημαντικότερο το χρυσάφι ή η γνώση. Ο σοφός επέμενε ότι αν κάποιος δεν είναι μορφωμένος τότε το χρυσάφι του είναι άχρηστο, καθώς δε θα μπορεί να το χρησιμοποιήσει. Ο πλούσιος τότε του απαντούσε με έντονο τρόπο ότι αυτά που έλεγε δεν ήταν καθόλου σωστά και ότι το χρυσάφι ανεξάρτητα από το αν είσαι μορφωμένος ή όχι και από το αν είσαι έξυπνος ή όχι μπορεί να σε βγάλει από οποιαδήποτε άσχημη κατάσταση.
Ο καβγάς του ς κράτησε για πολλή ώρα και μαζεύτηκαν γύρω τους νομάδες για να καταλάβουν το λόγω που αυτοί οι δύο σημαντικοί άντρες μάλωναν μεταξύ τους. Στο τέλος αποφάσισαν να κλείσουν τη διαμάχη τους με μία συμφωνία. Ο πλούσιος κοίταξε το σοφό χαμογελώντας με πονηριά και του είπε << Αν καταφέρεις να μου αποδείξεις ότι η σοφία σου είνια πιο χρήσιμη από το χρυσάφι μου τότε θα σου δώσω 1000 χρυσά νομήσματα αν όμως δε τα καταφέρεις θα γίνεις σκλάβος μου για το υπόλοιπο της ζωής σου>>. Ο σοφός συμφώνησε αμέσως. << Ας γίνει όπως το θες, αλλά πρώτα πρέπει να επισημοποιήσουμε με κάποιο τρόπο αυτή μας την από φαση για να μην την αθετήσει κάποιος από εμάς>>. <<Συμφωνώ απόλυτα, γιατί δε μου φαίνεσαι άανθρωπος εμπιστοσύνης. Τί προτείνεις, λοιπόν να κάνουμαι για να επισημοποιήσουμε την απόφασή μας;>> είπε ο πλούσιος. <<Θα πάμε χαράξουμαι τον όρκο μας σε ένα δέντρο>>.
Την επόμενη κιόλας μέρα ο σοφός πήρε το γαϊδουράκι του και ξεκίνησε να πάει στο σπίτι του πλούσιου για να τον πάρει μαζί του και να πάνε να χαράξουν την υπόσχεσή τους σε ένα δέντρο. Ο πλούσιος ακούγοντας το κεχριμπαρένιο κομπολόι να χτυπά την βαριά ξύλινη αυλόπορτα του αρχοντικού του έτρεξε για να ανοίξει ξαφνιάστηκε βλέποντας μπροστά του το σοφό τόσο νωρίς το πρωί. <<Τί έγινε κια απόφάσισες να επισκευτείς το σπιτικό μου τέτοια ώρα, μήπως κατάλαβες ότι κάνεις λάθως στις απόψεις και ήρθες να ακυρώσεις τη συμφωνία>>. του είπε τρίβοντας τα μάτια του, που δεν είχαν συνηθίσει ακόμα στο φως του ήλιου. <<Κάθε άλλο άρχοντά μου>> του απάντησε << ήρθα ως εδώ με το γάιδαρό μου για να πάμε να χαράξουμε την υπόσχεσή μας σε ένα δέντρο. <<Και το γαιδαρο τί τον θες>> ρώτησε όλο έκπληξη ο πλούσιος <<σάμπως και θα πάμε μακριά, τόσα δέντρα έχει το χωριό>>. <<Ναι άρχοντά μου αλλά για να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα το κόψει το δέντρο κάποιος από τους χωριανούς θα προτιμούσα να ψάξουμαι για ένα δέντρο έξω από το χωριό>>. <<Καλά όπως επιθυμείς>> είπε ο πλούσιος και με ένα νεύμα του διέταξε τους υπηρέτες του να του ετοιμάσουν τα απαραίτητα για το ταξίδι του.
Ο μεσημεριανός ήλιος χαιρέτησε τους δύο άντρες σε ένα απόμακρο μέρος γεμάτο βράχια και ξερούς θάμνους. Ο σοφός οδήγησε τον πλούσιο στο μοναδικό δέντρο της περιοχής κοντά στο άνοιγμα μια μυστηριώδους σπηλιάς. <<Εδώ καλά είμστε>> είπε ο σοφός. <<Αφού το λες εσύ>> είπε κοροϊδευτικά ο πλούσιος. Οι δύο άντρες έβγαλαν τα μαχαίρια του και ετοιμάστηκαν να χαράξουν πάνω στο δέντρο όταν ξαφνικά ένας ληστής εμφανίστηκε από το στόμιο της σπηλιάς. Η σπηλιά αυτή ήταν το λημέρι των χειρότερων ληστών όλης της Ασίας και κανείς δεν έβγαινε ζωντανός από κει μέσα. Οι ληστές άρπαξαν και τους δύο και τους οδήγησαν στον αρχηγό τους. Ο αρχηγός τους ήταν ένα πάρα πολύ σκληρός άνθρωπος, ο οποίος μοίραζε το θάνατο σε όποιους τύχαινε να τον συναντήσουν. Εκείνη την μέρα είχε σκοτώσει ήδη 10 ανθρώπους. Θέλησε λοιπόν να κάνει το ίδιο και με τους δύο αγνώστους. Διέταξε το δήμιο να του φέρει μπροστά του και να τους αποκεφαλίσει Ο δήμιος ετοιμάστηκε και πριν δώσει το σύνθημα ο αρχηγός των ληστών έδωσε την ευκαιρία στους δύο άντρες να μιλήσουν για τελευταία φορά. Μόλις πήρε το λόγο ο πλούσιος (δηλαδή μόλις του βγάλαν το πανί που του είχαν βάλει στο στόμα) άρχισε να παρακαλάει με απόγνωση το αρχιληστή λέγοντάς του ότι αν του χάριζε τη ζωή θα του έδινε όλο το χρυσάφι του. Ο αρχηγός των ληστών όμως είπε ότι δεν είχε την ανάγκη να του δώσει κανείς το χρυσάφι του γιατί αν το ήθελε θα μπορούσε να το πάρει και μόνος του. Ο πλούσιος γεμάτος απογοήτευση σωριάστηκε κάτω και περίμενε το θάνατό του. Έπειτα σειρά είχε ο σοφός να πει τα τελευταία του λόγια. <<Άρχοντά μου>> είπε <<είχα την τιμή να γνωρίσω τον πατέρα σας και να μαθητεύσω καοντά για πολλά χρόνια μέχρι που κάποια μέρα βρήκε το θάνατο από τη συμμορία σας. Πριν πεθάνει μου είπε το μυστηκό της επιτυχίας του και από τότε το φιλώ καλά μέσα στο μυαλό μου.>> Ο αρχηγός των ληστών έβγαλε μια δυνατή φωνή:<< Πες μου αμέσως το μυστηκό, γιατί αλλιώς...>> <<Μα άρχοντά μου ήδη έχετε πει ότι θα με σκοτώσετε>> τον διέκοψε ο σοφός. <<Εντάξει πες μου το μυστηκό και ενόπιον των συναδέλφων μου υπόσχομαι να μην σκοτώσω ούτε εσένα αλλά ούτε και το φίλο σου>>. <<Εντάξει λοιπόν... πριν πεθάνει ο πατέρας σου μου είπε ότι μπορούσε να ληστεύει και να μαζεύει πολλά κλοπημέα μόνο και μόνο επειδή δε σκώτωνε πάνω από 5 ανθρώπους τη μερα. Μου είπε ότι αν σκωτώνεις πολλούς σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχουν ούτε άνθρωποι, αλλά ούτε και χωριά για να ληστέψει>>.
Ο αρχηγός των ληστών βρήκε πολλή σωστή και χρήσιμη αυτή τη συμβουλή καθώς ο ίδιος δεν είχε αρκετό μυαλό για να σκεφτεί κάτι τέτοιο, αλλά παρά τους όρκους του δεν μπορούσε να αφήσει αυτούς τους δύο ανθρώπους να βγουν από το πιο τρομακτικό λημέρι του κόσμου και να κυρήσουν ζωντανοί το κατόρθωμά τους. Έτσι διέταξε να τους μεταφέρουν στο φίλο το μαυρογένη. Το χειρότερο πειρατή της Μεσογείου. Μαζί με τους δύο αιχμαλώτους έστειλε και ένα γράμμα, που ζητούσε τη θανάτωσή του: <<Φίλε μου αναγκάστηκα να ορκιστώ μπροστά στους συντρόφους μου ότι δε θα σκωτώσω αυτά τα παλιοψοφήμια, να χαρείς κάντο εσύ και δείξε την ανδρία σου σε μένα στο μαγαλύτερο ληστή της Ασίας>>. Ο πειρατής διάβασε με προσοχή το γράμμα και διέταξε να αποκεφαλίσουν αμέσως τους δύο άντρες. Τότε ο πλούσιος άρχισε να κλαίει και να υπόσχεται ότι θα του προσφέρει όλο του το χρυσάφι αν το άφηνε να ζήσει, μα ο πειρατής δεν φαινόταν να ενδιαφέρετε για το χρυσάφι του πλουσίου. Ο δήμιος ετοίμασε το μαχαίρι, το σήκωσε ψηλά και τότε ξαφνικά ο σοφός άρχισε να γελά. <<Γιατί γελάς ανόητε άνθρωπε δε βλέπεις ότι σε λίγο θα πεθάνεις;>> είπε ο πειρατής <<Γελάω ω ξαλουστέ πειρατή γιατί μια μάγισσα μας καταράστηκε και διέταξε τον ληστή να μας σκοτώσει, διαφορετικά είπε ότι θα καταριόταν και τον ίδιο. Πρέπει να ξέρεις όμως ότι συμπλήρωσι τα εξείς: πρέπει να πεθάνουν, το χέρι όμως που θα τους σκοτώσει θα είναι καταραμένο να μην ξαναπιάσει ποτέ στη ζωή του χρυσάφι>>. Ο πειρατής σηκώθηκε από τη θέση και άρχισε να βρίζει το ληστή που θέλησε να του χαλάσει τον πλούτο του. Αποφάσισε λοιπόν να αφήσει τους δύο άντρες στο πρώτο λιμάνι και να πάει να καταστρέψει όλη τη συμμορία των ληστών που θέλησαν να του φορτώσουν τη κατάρα.
Ο σοφός απόδειξε έτσι τη δύναμη της σοφίας στον πλούσιο, ο πλούσιος χάρισε 2000 χρυσά νομίσματα στο σοφό αντί για 1000 που είχαν συμφωνήσει και ολόκληρη η Ασία αποφάσισε να κάνει βασιλιά της το σοφό άνδρα, ο οποίος με τη σοφία του, τους απάλλαξε για πάντα από τους απαίσιους ληστές.
0 Responses