ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ

ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ BLOG ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ
Η νέα παραμυθοχώρα

Ο εγωιστής αξιωματικός


Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μία χώρα στην οποία ζούσε ένας βασιλιάς που ήταν πάρα πολύ καλός. Αυτός ο βασιλιάς ήταν πολύ σοφός και είχε τη δύναμη να κάνει ότι ήθελε. Μερικοί λέγανε ότι αυτό που του έδινε τη δύναμη να κάνει πράγματα που κανείς άλλος δεν μπορούσε ήταν το γεγονός ότι ήταν άρχοντας. Άλλοι πάλι υποστήριζαν ότι η δυνατότητα που είχε να κάνει απίστευτα πράγματα και να έχει τεράστιες δυνάμεις ήταν αυτό που τον έκανε να είναι ο βασιλιάς. Ως βασιλιάς, λοιπόν ήταν υπεύθυνος για τη ζωή όλων των υπηκόων του. Όλοι ζούσαν ευτυχισμένοι κοντά στο ν υπέροχο βασιλιά τους. Κάποια μέρα όμως ο καυτερός αξιωματικός του άρχισε να κάνει περίεργες σκέψεις. Άρχισε να υποστηρίζει ότι αυτό που έκανε το βασιλιά να είναι βασιλιάς και να έχει όλες αυτές τις ιδιότητες ήταν απλά το γεγονός πως ήταν βασιλιάς.
 Έτσι άρχισε να πιστεύει ότι και ο ίδιος θα μπορούσε να γίνει βασιλιάς, και να είναι αυτός ο ανώτερος όλων. Σε όσους του έλεγαν πως δεν είχε τις δυνατότητες του βασιλιά απαντούσε ότι δεν είχε τις δυνατότητες αυτές επειδή απλά δεν ήταν ακόμη βασιλιάς. Άρχισε λοιπόν σιγά, σιγά ο περήφανος αξιωματικός να συγγεντρώνει οπαδούς που θα τον ακολουθούσαν στην προσπάθειά του να πάρει τη θέση του βασιλιά.

Μια μέρα λοιπόν που τη θυμούνται πολλοί ακόμη και σήμερα αποφάσισε να ξεκινήσει με τους οπαδούς του και να πάνε για να ζητήσουν το θρόνο. Όταν τους είδε ο βασιλιάς τους ζήτησε να του εξηγήσουν την αιτία της εμφάνισής τους. Τότε ο αξιωματικός πήρε το λόγο και απαίτησε την παραχώρηση του θρόνου. Τέτοια ήταν η υπερηφάνεια του που πίστευε ότι ήταν τόσο σπουδαίου που μπορούσε να αναμετρηθεί με τον ανώτερο όλων. Τότε ο βασιλιάς, του θύμισε απλώς ότι το αξίωμα που είχε ως αξιωματικός του το είχε δώσει ο ίδιος και χωρίς καμιά δεύτερη κουβέντα, αλλά και χωρίς να τον τιμωρήσει παραπάνω του αφαίρεσε το αξίωμά του. Το ίδιο έκανε και σε όσους τον είχαν ακολουθήσει.

Ο αξιωματικός ήταν όσο τυφλωμένος από τον εγωισμό του που δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως ότι ήταν το όφειλε στο βασιλιά. Ο βασιλιάς θέλησε να τον συγχωρήσει και να του δώσει πίσω το αξίωμά του, αλλά ήταν τόσο μεγάλο το πάθος του εγωισμού του αξιωματικού που όχι μόνο αρνήθηκε το αξίωμα του, αλλά άρχισε να πετά από πάνω του ότι άνηκε στο βασιλιά, θέλοντας να δείξει ότι δεν τον είχε καμία ανάγκη και ότι δεν του χρωστούσε τίποτα. Έτσι πέταξε τα αστραφτερά παράσημά του, πέταξε τα χρυσά κορδόνια που στόλιζαν τη στολή του, πέταξε το κομψό σπαθί του, πέταξε τις γυαλιστερές μπότες του, πέταξε, πέταξε, πέταξε και στο τέλος από φοβερός και τρομερός στρατιωτικός κατάντησε ένα κουρέλι, ένα τίποτα, χειρότερος και από τους ζητιάνους. Ο βασιλιάς δε σταμάτησε να τον προτρέπει να ζητήσει συγγνώμη και να επιστρέψει στην παλιά του ζωή, αλλά αυτός τίποτα, μάλιστα είχε μισήσει τόσο πολύ το βασιλιά που αποφάσισε να φύγει από την όμορφη χώρα, που κυβερνούσε ο βασιλιάς και να πάει όσο πιο μακριά μπορούσε. Όμως όσο πιο μακριά πήγαινε τόσο περισσότερο γινόταν ο τόπος πιο εχθρικός, πιο άσχημος, πιο επικίνδυνος, καθώς ο βασιλιάς δεν μπορούσε να επέμβει με το στρατό του και να διώξει από τις περιοχές πέρα από το βασίλειό του τους ληστές, τη φτώχεια, τη δυστυχία, την εκμετάλλευση, αλλά ούτε μπορούσε να διώξει με τις υπερφυσικές του δυνάμεις το θάνατο, τις αρρώστιες, τον πόνο. Έτσι όταν έφτασε όσο πιο μακριά μπορούσε από το καλό βασιλιά ταυτόχρονα έφτασε και όσο πιο κοντά μπορούσε στο απόλυτο κακό και έγινε ένα με αυτό . Έγινε ένα με τη βία, τη δυστυχία, τον πόνο, τον θάνατο, την απάτη, το ψέμα. Μπορούσε να γυρίσει πίσω αλλά δεν ήθελε. Δεν έπαψε όμως στιγμή να θυμάται πόσο ευτυχισμένα ζούσε πριν που ήταν κοντά στο βασιλιά. Αποφάσισε λοιπόν να γυρίσει, όμως και πάλι ήταν τόσο μεγάλος ο εγωισμός του που δεν μπορούσε να εμφανιστεί έτσι στο βασιλιά και να ζητήσει συγγνώμη. Αντίθετα ήθελε να τον παρακαλέσει ο ίδιος ο βασιλιάς να γυρίσει και να του ζητήσει εκείνος συγγνώμη. Άρχισε, λοιπόν να καταστρώνει το σχέδιό του για να γίνει πραγματικότητα το αλλόκοτο σχέδιό του. Αποφάσισε, λοιπόν να προσελκύει με διάφορες παγίδες τους υπηκόους του βασιλιά, να τους κάνει σαν και αυτόν και να τους απομακρύνει από το όμορφο βασίλειο φέρνοντάς τους στην καταραμένη περιοχή του. Αυτό το έκανε γιατί ήξερε ότι ο βασιλιάς ήταν απίστευτα καλός και ότι αγαπούσε πολύ, πάρα πολύ τους υπηκόους του. Υποστήριζε, λοιπόν ότι αν καταφέρει να μαζέψει στο απαίσιο μέρος του όλους τους υπηκόους του βασιλιά, εκείνος δεν θα άντεχε να τους βλέπει να βασανίζονται έτσι και θα αναγκαζόταν να τους επέτρεπε να ζήσουν στο όμορφο βασίλειό του, συνεχίζοντας να κάνουν την απαίσια ζωή που έκαναν.

Είναι σίγουρο ότι θα ρθει ένας καιρός που θα συνεχίσω αυτό το παραμύθι που ακόμη συνεχίζεται λέγοντας ότι ο καλός βασιλιάς προστατεύοντας τους πιστός του υπηκόους κατάφερε με τα έργα του παλιού του αξιωματικού να δει ποιοι πραγματικά και με τη δική τους θέληση θέλουν να είναι κοντά του και έτσι να κρατήσει τους πιστούς του φίλους και να συντρίψει τους υπόλοιπους.
0 Responses